- φρακ
- το, Νάκλ. βλ. φράκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρακτήρας — ο, Ν τεχνολ. όργανο με το οποίο κλείνει ερμητικά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού φράζω* (ΙΙ) (πρβλ. φράκ της) + κατάλ. τήρας*] … Dictionary of Greek
περιχαρακτήρ — ὁ, Α οδοντιατρικό εργαλείο για περικοπή τών ούλων πριν από την εξαγωγή δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιχαράσσω + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] … Dictionary of Greek
πνικτήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που πνίγει 2. (σχετικά με πάλη) πόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πνίγω + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] … Dictionary of Greek
πράκτης — και, ιων. τ., πρήκτης, ὁ, Α 1. πρακτήρ* 2. (ο ιων. τ.) ὁ πρήκτης προδοτικός, άπιστος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα της (πρβλ. φράκ της)] … Dictionary of Greek
πρακτήρ — ήρος, ιων. τ. πρηκτήρ, ὁ, Α 1. αυτός που πράττει κάτι, εκτελεστής 2. πράκτορας, εισπράκτορας φόρων 3. πληθ. οἱ πρακτῆρες έμποροι, πραματευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πρακ τού πράττω* + επίθημα τήρ (πρβλ. φρακ τήρ)] … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
φράκο — και φράκ, το, Ν επίσημο εξωτερικό ανδρικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. frac < αγγλ. frock < μσν. αγγλ. frok / frokke < μσν. γαλλ. froc, λ. γερμ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
φράκτης — ο, ΝΜΑ, και φράχτης Ν μόνιμο ή πρόχειρο τείχισμα που περικλείει έναν χώρο, φράγμα νεοελλ. 1. περίφραγμα καλλιεργήσιμης έκτασης από κλαδιά ή από αγκαθωτούς θάμνους 2. τεχνολ. φρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρακ τού ρ. φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. της*. Ο… … Dictionary of Greek
φρακτός — ή, ό / φρακτός, ή, όν, ΝΜΑ, και φραχτός Ν, και κατά τον Ησύχ. φαρκτός Α νεοελλ. 1. κλεισμένος με φράγμα, περιφραγμένος 2. αυτός που μπορεί να περιφραχθεί 3. το θηλ. ως ουσ. βλ. φρακτή 4. το ουδ. ως ουσ. το φρακτό περιφραγμένο κτήμα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
φύρκος — και φύρκορ, τὸ, Α τείχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης, ο οποίος απαντά και στην ιων. αττ. (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Φύρκ ιππος, Φυρκ ῖνος, Φύρκ ων, Φυρκ ίας) και εμφανίζει τις μορφές: φύρκος, φύρκορ και φούρκορ (πιθ. λακωνικός ή ηλειακός τ.), ενώ η … Dictionary of Greek